- ἄφρονα
- ἄφρωνsenselessneut nom/voc/acc plἄφρωνsenselessmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τἄφρονα — ἄφρονα , ἄφρων senseless neut nom/voc/acc pl ἄφρονα , ἄφρων senseless masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безоумьныи — (178) пр. 1.Лишенный ума, сознания: Аполинарии... безоумьна хс҃а рещи дьрьзнɤ ||=въ оума бо мѣсто рече. бѣ въ нѥмь б҃ъ слово. (ἄνουν) ΚΕ XII, 283а б; се же гл҃ть б҃ословець. съ ере(с)ю аполинарьевою борѩсѩ. гл҃щю пло(т) безумну и бе||здушну имѣти … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale
επίφρων — ἐπίφρων, ον (Α) 1. φρόνιμος, συνετός (α. «οἵ τε δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ μάλ’ ἐόντα», Ομ. Οδ. β. «δάμναται [ὁ Ἔρως] ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * φρων (< φρην), τ. που απαντά μόνον εν… … Dictionary of Greek
κακοφρονίζω — (Α) [κακόφρων] κάνω κάποιον κακόφρονα, άφρονα, μωρό, μωραίνω κάποιον … Dictionary of Greek
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
σώφρονας — ο / σώφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, θηλ. σώφρων Ν, και σαόφρων Α 1. (για πρόσ.) συνετός, μυαλωμένος (α. «μετριοπαθής και σώφρωνας πολιτικός» β. «ὅστις σώφρον ἔθηκε τὸν ἄφρονα», Θέογν. γ. «οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι», Ομ. Ιλ.) 2. (για λόγους,… … Dictionary of Greek
άφρονας — ο ασύνετος, παλαβός: Τον άφρονα να τον λυπάσαι πρέπει κι όχι να τον ζηλεύεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)